Οι σχέσεις της κυβέρνησης με την τρόικα τους τελευταίους
μήνες περνούν από διάφορα επίπεδα. Έχουν διαφωνήσει ευθέως και επισήμως για μια
σειρά θεμάτων, όπως οι πλειστηριασμοί της πρώτης κατοικίας και η απελευθέρωση
των εμπορικών συμβάσεων, ενώ η κυβέρνηση εξακολουθεί να δίνει τη μάχη της
δημοσιονομικής προσαρμογής με πρώτο στόχο την αποφυγή νέων μέτρων. Η κατάσταση
είναι στο όριο, όπως είδαμε πολλές φορές μία δήλωση από οποιαδήποτε πλευρά
υπήρξε αρκετή για να πυροδοτήσει εντάσεις και σενάρια. Ειδικά τις τελευταίες
μέρες μάλιστα είναι πολύ έντονη η φημολογία, που επιβεβαιώνεται και από
επίσημες δηλώσεις, ότι επίκειται σύγκρουση και η κυβέρνηση δεν αποκλείει να
χρησιμοποιήσει το όπλο των εκλογών εφόσον η τρόικα φανεί ανυποχώρητη. Ένα
σενάριο που έχει ακουστεί πολλές φορές στο παρελθόν αλλά ποτέ δεν έχει
επιλεγεί. Φυσικά υπό διαφορετικές συνθήκες.
Οι κριτικές απέναντι στην τρόικα τα τρία χρόνια που την
έχουμε κοντά μας ποικίλλουν. Άλλοι την κατηγορούν ότι σχεδίασε μια λάθος
πολιτική, το περιβόητο μνημόνιο, και την επέβαλε εκβιαστικά. Άλλοι ότι πίεσε
υπερβολικά πολύ για το δημοσιονομικό κομμάτι του προγράμματος και εμφανίστηκε
πολλές φορές αδιάλλακτη και ανυποχώρητη, με κακές συνέπειες για το ίδιο το
πρόγραμμα. Άλλοι πάλι την κατηγορούν ότι δεν πίεσε όσο έπρεπε στο δεύτερο μέρος
του προγράμματος, το μεταρρυθμιστικό, τις λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές. Αυτό
δηλαδή που είχε μεγαλύτερη ανάγκη η χώρα. Εν ολίγοις, η κριτική προς την τρόικα
είναι διαφόρων ειδών, είναι όμως κοινή διαπίστωση ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού
τη σχολιάζει αρνητικά για τους δικούς του λόγους. Ακόμα και όσοι έχουν θετική
γνώμη και πιστεύουν στην αναγκαιότητα της συνήθως δεν έχουν αυτή τη στάση
επειδή τη θεωρούν δημιουργική ή παραγωγική. Τη θέλουν ως Μπαμπούλα. Είναι
γνωστό ότι ο Έλληνας, και κατ’ επέκταση το ελληνικό κράτος, αν δεν έχουν το
Μπαμπούλα πάνω απ’ το κεφάλι τους δεν κάνουν τίποτα. Φοβούνται, βολεύονται και
μεταθέτουν το πρόβλημα στο μέλλον. Όταν πλέον συνήθως δε μπορεί να λυθεί.
Το ερώτημα σήμερα όμως είναι: Εφόσον η κυβέρνηση και η
τρόικα οδηγηθούν σε σύγκρουση τι στάση πρέπει να κρατήσει η κυβέρνηση; Να
υποχωρήσει, να επιδιώξει συμβιβασμό ή να μείνει σταθερή; Εν ολίγοις, χρειάζεται
ένα όχι στην τρόικα;
Όπως ανέφερα και πριν αδιαμφισβήτητα η κοινή γνώμη είναι
εντελώς αρνητική απέναντι στην τρόικα. Όχι όλοι για τους ίδιους λόγους, αλλά η
στάση είναι κοινή. Εκ πρώτης όψεως λοιπόν φαίνεται ότι μια πολιτική επιλογή
σύγκρουσης θα ήταν σωστή. Ωστόσο αφενός επειδή τα φαινόμενα απατούν, αφετέρου
επειδή πέραν της πολιτικής υπάρχει και η πραγματικότητα συμπεράσματα δεν πρέπει
να εξάγονται τόσο εύκολα.
Κατ’ αρχάς η τρόικα δεν ήρθε εδώ τυχαία, ούτε επειδή μας
αγαπάει. Κάποιους αντιπροσωπεύει, και όταν επιλέγεις να τα σπάσεις μαζί της
επιλέγεις να τα σπάσεις και με τους ανωτέρους της. Και άλλο είναι να τα σπας με
τον Τόμσεν, άλλο είναι με το ΔΝΤ. Υπάρχει πάντα η προοπτική να συγκρουστεί η
κυβέρνηση με την τρόικα και ως αντίποινα να διακοπεί η χρηματοδότηση της από
τους μοναδικούς οργανισμούς που δέχονται ακόμα να την ενισχύουν. Αυτό έχει γίνει
στο παρελθόν, το Σεπτέμβριο του 2011 με το Βενιζέλο υπουργό Οικονομικών, και
όλοι θυμόμαστε τους αξέχαστους μήνες που ακολούθησαν, με το θρίλερ της 6ης
δόσης που τελικά οδήγησε στο σχηματισμό της κυβέρνησης Παπαδήμου. Το είδαμε και
πέρυσι στην Κύπρο, όταν η εκεί τρόικα απέδειξε με τον πιο τρανό τρόπο ότι δε
μπλόφαρε. Θεωρείται σίγουρο λοιπόν ότι το χαρτί της μπλόφας δεν υπάρχει σήμερα.
Αν η κυβέρνηση αποφασίσει να πει όχι πρέπει να δεχτεί ότι και η τρόικα θα
αποχωρήσει, και αν η κυβέρνηση απειλήσει με εκλογές πρέπει να είναι
αποφασισμένη να πάει όντως σε εκλογές.
Βέβαια οι συνθήκες σήμερα δεν είναι οι ίδιες. Κατ’ αρχάς
λόγω των πολιτικών αλλά και οικονομικών εξελίξεων από το 2011 είναι αμφίβολο αν
η τρόικα εκπροσωπεί πλέον το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και την Κομισιόν. Το είδαμε την
προηγούμενη εβδομάδα, όταν η ίδια η Λαγκάρντ διέψευσε τους τεχνοκράτες του ΔΝΤ,
που μιλούσαν για την ανάγκη νέων μέτρων, και όταν η Κομισιόν απέρριπτε κάθε
ενδεχόμενο αύξησης των φόρων. Ακόμα και σε αυτούς τους οργανισμούς η σύγκρουση
οικονομίας-πολιτικής είναι πλέον φανερή. Για τους τεχνοκράτες του ΔΝΤ το
ενδεχόμενο πτώσης της κυβέρνησης δε σήμαινε τίποτα, αντιθέτως για την πολιτικό
Λαγκάρντ σήμαινε πολλά. Πλέον ξέρουν πως η κατάσταση στην Ελλάδα είναι κρισιμότατη
και είναι πολύ πιο προσεκτικοί. Επιπλέον και η οικονομική κατάσταση της χώρας
είναι καλύτερη πλέον. Το πρωτογενές πλεόνασμα, η βελτίωση των οικονομικών
δεικτών, η αναστολή αποπληρωμής τόκων
και η μετατροπή του χρέους σε δημόσιο αντί για ιδιωτικό έχει δώσει στην
κυβέρνηση μεγαλύτερες δυνατότητες ελιγμών.
Απ’ την άλλη αυτές οι εξελίξεις μπορεί να έχουν και
διαφορετική ανάγνωση. Το γεγονός ας πούμε ότι πλέον οι ιδιωτικές τράπεζες στο
εξωτερικό δεν κινδυνεύουν από μία ελληνικά στάση πληρωμών θα μπορούσε να δίνει
μεγαλύτερες δυνατότητες ελιγμών στους δανειστές, με τον ίδιο τρόπο που δίνει
και σε εμάς. Συνεπώς η κατάσταση είναι λεπτή, και δεν είναι τόσο ζήτημα
επιλογής όσο ζήτημα χειρισμών τι θα γίνει.
Το δεδομένο πάντως είναι ένα: Είτε χρειάζεται είτε όχι ένα
ΟΧΙ στην τρόικα αυτό πρέπει να ειπωθεί για τους σωστούς λόγους. Δεν αντιπαθούν
την τρόικα όλοι οι Έλληνες για τους ίδιους λόγους, και προφανώς το όχι η
κυβέρνηση δε σκοπεύει να το εκμεταλλευτεί πολιτικά προς όλους. Θέλει να
στοχεύσει σε μια συγκεκριμένη μερίδα του κόσμου, άρα ο λόγος που θα το πει
πρέπει να είναι ο ίδιος με το λόγο που η συγκεκριμένη μερίδα αντιπαθεί την
τρόικα. Και φυσικά δεν πρέπει να χάσει τους λίγους έστω που για τους λόγους που
εκτέθηκαν παραπάνω βλέπουν την τρόικα με μια μεγαλύτερη συμπάθεια. Μόνο για μια
απαίτηση παράλογη και επιζήμια πρέπει να φτάσει στο σημείο να πει όχι, και
φυσικά οι ενδεχόμενες συνέπειες αυτού πρέπει να υπολογιστούν προσεκτικά. Αν
είναι να προκύψουν περισσότερα αρνητικά απ’ όσο θετικά, και να χαθούν όσα με
πολύ κόπο επετεύχθησαν τους τελευταίους μήνες, άστο καλύτερα.
ΣΠΑΡΤΙΑΤΗΣ
No comments:
Post a Comment