Δεν έχουν περάσει πολλές μέρες από την επέτειο της 17ης
Νοεμβρίου. Φαίνεται πως επηρέασε δραστικά την ελληνική κοινωνία, και
διαμόρφωσε μια νέα συνήθεια: Το κλείσιμο των πανεπιστημίων. Μάλλον είναι
αναπόφευκτο όταν το κλείσιμο ενός ιδρύματος συνεισφέρει στην πτώση ενός
καθεστώτος το λουκέτο να γίνεται συνήθεια και καθημερινότητα. Εμπεδώνεται στην
κοινωνία η αντίληψη ότι αρκεί να κλείσουμε τα πανεπιστήμια και να κάνουμε
απεργίες για να αλλάξουμε την πραγματικότητα, και από εκεί και πέρα πρέπει να
δέχεται ο καθένας ότι θα βλέπει τα πανεπιστήμια περισσότερο κλειστά παρά
ανοικτά, δεδομένου ότι πάντα η πραγματικότητα δε θα αρέσει σε κάποιους και θα
ψάχνουν τον ευκολότερο κατ’ αυτούς τρόπο για να την αλλάξουν. Κάπως έτσι οι ακαδημαϊκοί
χώροι, που κανονικά πρέπει να είναι εστίες παραγωγής γνώσης και επιστημονικού
έργου, καταλήγουν να χρησιμοποιούνται μόνο ως μέσα πολιτικής πίεσης και
προπαγάνδας.
Το χειμερινό εξάμηνο του φετινού έτους θα γραφτεί στην
ιστορία με μαύρα γράμματα. Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και οι φοιτητές έπεσαν
θύματα ενός πολέμου συμφερόντων. Πολιτικών, συντεχνιακών, οικονομικών,
συνδικαλιστικών, και όχι μόνο. Οι συνέπειες αυτού δεν έχουν ακόμα γίνει πλήρως
γνωστές, άλλωστε δεν έχει ακόμα τελειώσει. Δεν υπάρχει καν μια σιγουριά ότι
φτάνει στο τέλος του, αφού κάθε προσδοκία ότι αυτό πλησιάζει καταλήγει ψευδής.
Όποιες όμως κι αν είναι συγκεκριμένα οι συνέπειες μπορούν να περιγραφούν
εύκολα, αφού όλες έχουν την ίδια αιτία: Κλειστό πανεπιστήμιο.
Η ιστορία ξεκίνησε μήνες πριν. 10 Σεπτεμβρίου αν θυμάμαι
καλά ήταν η μέρα που ξεκίνησε η αναστολή λειτουργίας του ΕΚΠΑ. Λίγο νωρίτερα ή
αργότερα έγινε το ίδιο για άλλα 7 ιδρύματα ανά την επικράτεια. Αιτία της
αναστολής λειτουργίας ήταν η απεργία των διοικητικών υπαλλήλων, που τότε
ξεκινούσε. Για αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πόλεμος είχε στην
πραγματικότητα ξεκινήσει ακόμα νωρίτερα, όταν πάρθηκαν οι αποφάσεις για τη θέση
σε διαθεσιμότητα μέρους του διοικητικού προσωπικού. Κάποιος άλλος θα μπορούσε
να πει ότι οι ρίζες φτάνουν ακόμα παλαιότερα, στην ψήφιση του νόμου
Διαμαντοπούλου. Είναι αλήθεια ότι η διαμάχη έχει πολλές πλευρές, άρα και
αιτίες. Άλλοι λένε ότι είναι η γνωστή κόντρα μεταξύ των πανεπιστημιακών οργάνων
και των νεοτεύκτων συμβουλίων διοίκησης που δημιούργησε ο νόμος Διαμαντοπούλου,
άλλοι ότι αντικατοπτρίζει τη διαμάχη μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, άλλοι ότι είναι
απλώς ένα ζήτημα λειτουργίας του πανεπιστημίου. Το πιθανότερο είναι ο πόλεμος
που κρατάει κλειστά τα ιδρύματα να περιέχει λίγο απ’ όλα.
Όταν προκηρύχθηκε η απεργία, με αίτημα να μην εφαρμοστεί το
μέτρο της διαθεσιμότητας στους διοικητικούς υπαλλήλους, οι διοικήσεις των
ιδρυμάτων έσπευσαν στην πλειονότητα τους να συνταχτούν μαζί τους. Άλλες
επικαλέστηκαν την αδυναμία λειτουργίας των ιδρυμάτων με λιγότερο προσωπικό,
άλλες απλώς εξυπηρετούσαν τον πολιτικό τους χώρο. Η στήριξη τους στους
διοικητικούς δεν είχε μόνο αυτή τη θεωρητική μορφή, αφού σύντομα μπόρεσαν να
κάνουν κάτι πολύ πιο πρακτικό. Έθεσαν τα πανεπιστήμια σε αναστολή λειτουργίας,
επικαλούμενοι την αδυναμία λειτουργίας τους λόγω της μη παροχής υπηρεσιών από
τους υπαλλήλους. Με τον τρόπο αυτό προσέφεραν στους απεργούς σειρά
διευκολύνσεων, όπως τη δυνατότητα να συνεχίσουν να εισπράττουν αμοιβή
επικαλούμενοι τεχνικές δυσκολίες, ή να καταλάβουν τα κτήρια των ιδρυμάτων. Πάνω
απ’ όλα όμως τους έδωσε τη δυνατότητα να ασκήσουν πολύ μεγαλύτερη πίεση, αφού
τα πανεπιστήμια πλέον ήταν και επισήμως κλειστά.
Έτσι με βάση την εικόνα των πρώτων αυτών εβδομάδων
διαμορφώθηκαν ήδη οι τρεις πόλοι που θα φαίνονταν ως οι πρωταγωνιστές της
διαμάχης. Απ’ τη μια η κυβέρνηση μέσω του υπουργείου Παιδείας. Απ’ την άλλη οι
διοικητικοί υπάλληλοι, με τις όποιες πολιτικές συλλογικότητες τους στηρίζουν,
ενδοπανεπιστημιακές και εξωπανεπιστημιακές. Τέλος, οι διοικήσεις των
πανεπιστημίων. Σε αυτή την πρώτη φάση οι διοικήσεις στην πλειονότητα τους
στήριζαν ανεπιφύλακτα τους απεργούς, ενώ το υπουργείο τηρούσε στάση εντελώς
απαθή, παριστάνοντας ότι όλα πάνε καλά και δεν υπάρχει κανένα ζήτημα με τα ΑΕΙ.
Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε η αναστολή λειτουργίας
ξεκίνησαν και τα προβλήματα. Η εξεταστική του Σεπτεμβρίου διακόπηκε, οι
εγγραφές που έπρεπε να ξεκινήσουν δεν ξεκίνησαν, οι ορκωμοσίες σταμάτησαν, κάθε
λειτουργία του πανεπιστημίου διεκόπη. Χιλιάδες φοιτητές βρέθηκαν στο κενό, σε
μια κατάσταση ομηρίας. Ο καθένας αντιμετώπιζε τα δικά του προβλήματα, είτε ήταν
ένα μάθημα που δεν ήξερε πλέον πότε θα εξεταστεί, είτε ένα πιστοποιητικό που
χρειαζόταν και δε μπορούσε να βρει, είτε να κάνει εγγραφή είτε να ορκιστεί για
να πιάσει δουλειά. Το κοινό όλων ήταν ότι προς το παρόν δε μπορούσαν να λυθούν.
Για αρκετό χρονικό διάστημα η κατάσταση συνέχισε ως είχε. Το
υπουργείο απαθές, οι διοικητικοί να απεργούν, οι διοικήσεις να τους στηρίζουν
πρακτικά και επικοινωνιακά. Αντί να μεριμνήσουν για την αποκατάσταση της
λειτουργίας των ιδρυμάτων, όπως επιτάσσει ο νόμος και το Σύνταγμα, έσπευσαν να
συναγωνιστούν ποια θα στηρίξει περισσότερο τους απεργούς. Κάπως έτσι χιλιάδες
φοιτητές του ΕΚΠΑ είδαμε τον πρύτανη να προαναγγέλλει δημοσίως εδώ και μήνες
την απώλεια του χειμερινού εξαμήνου και να προειδοποιεί για κίνδυνο ύπαρξης του
ιδρύματος. Στην πλειοψηφία τους οι διοικήσεις των πανεπιστημίων δεν έδρασαν
στην κατεύθυνση που τους επιτάσσει ο νόμος. Υπήρξαν φωτεινές εξαιρέσεις, όπως
το πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, η πλειοψηφία όμως περιορίστηκε στην κάλυψη της
απεργίας.
Και κάπως έτσι ο καιρός πέρασε, οι χαμένες εβδομάδες
διαδέχονταν η μία την άλλη και η κατάσταση δε φαινόταν να αλλάζει. Άσχετο αν οι
αναλύσεις και οι προβλέψεις για το τι θα γίνει κάθε εβδομάδα άλλαζαν η
κατάσταση στην πραγματικότητα παρέμενε ίδια. Η απεργία κάθε εβδομάδα
ανανεωνόταν, μέχρι ενός σημείου το ίδιο ακριβώς γινόταν και με την αναστολή
λειτουργίας. Μεγαλύτερες ήταν όμως οι εξελίξεις στο επικοινωνιακό πεδίο, όπου
οι εκπρόσωποι τόσο των διοικητικών υπαλλήλων όσο και των ιδρυμάτων προσπαθούσαν
να τραβήξουν τα φώτα της δημοσιότητας από τους άλλους τομείς που μονοπωλούσαν
τα ΜΜΕ. Κορυφαίο παράδειγμα ο πρύτανης του ΕΚΠΑ Θεοδόσης Πελεγρίνης, που έφτασε
στο σημείο να υποστηρίξει δημοσίως ότι το ΕΚΠΑ πάει για κλείσιμο και να
προσκαλέσει τους πρωτοετείς φοιτητές σε εκδήλωση υποδοχής μόνο και μόνο για να
διακηρύξει την υποστήριξη του προς τους απεργούς. Όπως και να επικαλεστεί σε
επιστολή προς τον πρωθυπουργό στοιχεία για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό του, τα
οποία ο ίδιος αναίρεσε σε άλλη χρονική στιγμή.
Η πρώτη φάση πέρασε με το υπουργείο Παιδείας να παραμένει σε
ρόλο ανενεργού παρατηρητή. Για πολλές εβδομάδες συμπεριφερόταν σαν να πήγαιναν
όλα καλά και ομαλά. Έδωσε προθεσμία στα ιδρύματα να αποστείλουν στοιχεία για τη
διαθεσιμότητα και δεν ασχολήθηκε καθόλου με το πώς θα ανοίξουν στο μεταξύ. Κι
όταν η προθεσμία πέρασε φρόντισε απλώς να κάνει τα απαραίτητα για να εφαρμοστεί
το μέτρο. Δημιούργησε σελίδα στο διαδίκτυο για να απογραφούν οι υπάλληλοι
οικειοθελώς παρακάμπτοντας τα ιδρύματα, και θεώρησε πως αφότου ολοκληρωνόταν η
απογραφή το άνοιγμα των ιδρυμάτων θα ακολουθούσε. Δε χρειάζεται να επισημάνει
κανείς ότι η εκτίμηση αποδείχθηκε λανθασμένη. Η απογραφή σήμερα έχει
ολοκληρωθεί, το προσωπικό έχει αξιολογηθεί, τα ονόματα των υπαλλήλων προς
αποχώρηση έχουν βγει, όμως η απεργία κάθε άλλο παρά φαίνεται να λήγει.
Στη διαμάχη ενεπλάκη και η δικαιοσύνη, που αποφάνθηκε τόσο
για το παράνομο ή μη της απεργίας όσο και για το μέτρο της διαθεσιμότητας.
Δυστυχώς οι αποφάσεις της δεν άλλαξαν και πολύ τα πράγματα, αφού δεν υπήρξε
μέριμνα για την εφαρμογή τους.
Έτσι σήμερα τα δύο μεγαλύτερα πανεπιστήμια της χώρας, το
ΕΚΠΑ και το ΕΜΠ, παραμένουν κλειστά. Δεν είναι στην ίδια κατάσταση, το
αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο. Στο μεν ΕΚΠΑ οι απεργοί εμποδίζουν την είσοδο
στα κτήρια και μετά την παραίτηση της Συγκλήτου κανείς δεν ξέρει ποιος διοικεί,
στο δε ΕΜΠ η απόφαση που ελήφθη για άνοιγμα δεν άλλαξε και πολύ τα πράγματα. Φρόντισαν
για αυτό οι γνωστές ομάδες που έχουν αναγορεύσει εαυτόν προστάτη του
πανεπιστημίου χωρίς να πολυενδιαφέρονται αν και οι άλλοι τους βλέπουν έτσι. Όσο
για το υπουργείο, αποδεικνύεται κάθε μέρα κατώτερο των περιστάσεων. Μέχρι
στιγμής δεν έχει κάνει τίποτα ουσιαστικό στην κατεύθυνση του ανοίγματος, ακόμα
και στις αρχές της εβδομάδας που αποφάσισε να ασχοληθεί ίσα που κατάφερε να
ανεβάσει λίγο το ζήτημα στην επικαιρότητα, πριν διαψεύσει το ίδιο τις όποιες
ελπίδες δημιουργήθηκαν. Ουσιαστικά η κατάσταση μεταβλήθηκε ελάχιστα, αν όχι και
καθόλου. Και ο χρόνος τελειώνει, αν δεν έχει τελειώσει ήδη.
Σχεδόν τρεις μήνες τώρα οι φοιτητές περιμένουν να ανοίξουν
οι σχολές τους. Δε μπορούν να εγγραφούν, να κάνουν μάθημα, να δώσουν εξετάσεις,
να ορκιστούν, ούτε καν να λάβουν έγγραφα και πιστοποιητικά από τη γραμματεία, ή
έστω ενημέρωση από τις ιστοσελίδες των ιδρυμάτων. Περιμένουν απλώς παθητικά να
λήξει όλο αυτό το δράμα και να ανοίξουν τα ιδρύματα. Αυτή η ιστορία τους έχει
στοιχίσει με πολλούς τρόπους, από οικονομικά μέσω των εξόδων που συνεπάγονται
οι σπουδές έως ακαδημαικά λόγω της υποβάθμισης των ιδρυμάτων τους. Είναι τα
μεγαλύτερα θύματα της υπόθεσης, κι όμως κανείς δε φαίνεται να κάνει κάτι για
αυτούς. Άσχετο με το ποιος θα επικρατήσει οι φοιτητές θα βγουν χαμένοι με τον
ένα ή τον άλλο τρόπο. Κι όμως κάθε πλευρά ασχολείται μόνο με τις δικές της επιδιώξεις
και τους θεωρεί κάτι αναλώσιμο. Οι απώλειες τους θα κορυφωθούν με την απώλεια
του εξαμήνου, που πλέον φαίνεται ότι δε σώζεται. Καμία πλευρά δε φαίνεται να
ενδιαφέρεται για τη διάσωσή του, ούτε προφανώς κάνει κάτι για αυτό. Θα θυσιαστεί
στο βωμό των συντεχνιακών, οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων κάποιων.
Παρ’ όλα αυτά το αίτημα των φοιτητών, τουλάχιστον της
συντριπτικής τους πλειοψηφίας παραμένει πάντα το ίδιο, και δε θα σταματήσουν να
το επιδιώκουν.
Ανοίξτε τις σχολές
ΣΠΑΡΤΙΑΤΗΣ
No comments:
Post a Comment