Tuesday, November 26, 2013

Παχυσαρκία και υποσιτισμός των ελληνοπαίδων και οικονομική Κρίση


Η Ελλάδα διανύει το πέμπτο συνεχόμενο έτος ζοφερής οικονομικής ύφεσης και πολλά έχουν ειπωθεί για τα παιδιά που υποσιτίζονται και λιποθυμούν στα σχολεία .Οι υποστηρικτές του μνημονίου ισχυρίζονται ότι όλα αυτά είναι υπερβολές και η Ελλάδα ακόμα και σήμερα διατηρεί την πρωτιά στα παχύσαρκα παιδιά στην ΕΕ και οπότε τρώνε του σκασμού και όλη η βαβούρα που γίνεται για τα στρώματα του πληθυσμού που πένονται είναι μυθεύματα των ΜΜΕ ,τα οποία είναι φίλα προσκείμενα κυρίως στα αριστερά κόμματα που δίνουν βάση στο βιοποριστικό και αρέσκονται στην κλάψα.

Θα διαχωρίσουμε δύο αγαθά ,το ένα είναι η πλούσια σε βιταμίνες διατροφή και το άλλο είναι η διατροφή junk food,φτωχή σε βιταμίνες και προκαλεί παχυσαρκία και  χοληστερίνη .
Το να κάνεις ισορροπημένη διατροφή, βασισμένη σε δημητριακά κρέας ψάρι κτλ ,  κοστίζει!
Η ημερήσια δαπάνη καλής διατροφής υπερβαίνει τη δαπάνη για junk food που ικανοποιεί την ίδια ανάγκη σίτισης του οργανισμού. Μπορείς να γεμίσεις την κοιλιά σου τρώγοντας μια πίτσα ή δύο πιτόγυρα, που σαφέστατα κοστίζουν λιγότερο  επιβαρύνοντας όμως την υγεία σου.

Πάμε να εξετάσουμε τη συσχέτιση του εισοδήματος με τη ζήτηση των εν λόγω αγαθών. Οι οικονομολόγοι κάνουν τη διάκριση μεταξύ ‘’κανονικών αγαθών’’(normal goods) και ‘’κατώτερων αγαθών’’(inferior goods).  Κανονικό αγαθό θεωρείται αυτό του οποίου η ζήτηση αυξάνεται με την αύξηση του εισοδήματος και αντίστροφα(θετική συσχέτιση μεταξύ ζήτησης και εισοδήματος). Στα κανονικά αγαθά η εισοδηματική ελαστικότητα είναι  μεγαλύτερη από τη μονάδα, αυτό σηµαίνει ότι µια αύξηση του εισοδήματος , έστω κατά 10%, οδηγεί σε µια αύξηση της ζητούμενης ποσότητας του αγαθού µμεγαλύτερη από 10%. Κατώτερο αγαθό είναι αυτό του οποίου η ζήτηση μειώνεται όταν αυξάνεται το εισόδημα του καταναλωτή( αρνητική συσχέτιση μεταξύ εισοδήματος και ζήτησης). Στα κατώτερα αγαθά η εισοδηματική ελαστικότητα είναι μικρότερη από τη μονάδα. Όταν αυξάνεται το εισόδημα, η ζήτηση για ένα κατώτερο αγαθό αυξάνεται μεν, αλλά σε μικρότερο ποσοστό. Κατώτερα αγαθά είναι εκείνα που αγοράζονται συνήθως από χαµηλές εισοδηματικές τάξεις.
Εν καιρώ οικονομικής κρίσης  το κατά κεφαλήν εισόδημα  συρρικνώνεται και αυτό αυξάνει τη ζήτηση της κακής διατροφής, που κοστίζει λιγότερο, και μειώνει τη ζήτηση της καλής και ισορροπημένης διατροφής. Η καλή διατροφή είναι ένα κανονικό αγαθό ενώ το junk food είναι ένα κατώτερο αγαθό. Ακριβώς για το λόγο  του ότι τρέφεσαι γρήγορα και φτηνότερα ,τα σουβλατζίδικα οι πιτσαρίες και τα fast food γενικότερα, είναι ανελαστικές επιχειρήσεις ως προς την ύφεση, εν συγκρίσει με τα καλά εστιατόρια τα οποία είναι ελαστικές επιχειρήσεις ως προς τον οικονομικό κύκλο  και οπότε βάλλονται περισσότερο και οδηγούνται στα λουκέτα όταν το σύστημα είναι σε ύφεση.
Στα supermarket οι καταναλωτές καταφεύγουν στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και σε αγαθά  δεύτερης κατηγορίας που είναι πλούσια σε λιπαρά αλλά κοστίζουν πολύ φτηνότερα.

Ο οικονομικός κύκλος λοιπόν συμβάλλει στην παχυσαρκία. Εν καιρώ ισχνών αγελάδων τα εισοδήματα μειώνονται, η κατανάλωση junk food αυξάνεται και το ποσοστό παχυσαρκίας αυξάνεται.
Εν καιρώ παχιών αγελάδων συμβαίνει το αντίστροφο και το ποσοστό παχυσαρκίας μειώνεται.

Υπάρχει και ένας δεύτερος παράγοντας που συμβάλλει στην παχυσαρκία πέρα του εισοδήματος, και αυτός είναι η διαπαιδαγώγηση, η κουλτούρα- τρόπος ζωής. Το να τρέφεσαι υγιεινά είναι και ζήτημα παιδείας στο κάτω κάτω της γραφής .Τη δεκαετία του 80 και του 90 οι οικογένειες έδιναν μεγάλη βάση στη σωστή διατροφή καθώς και στην άθληση. Τα παιδιά έπαιζαν στις αλάνες ενώ σήμερα  προτιμούν να περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους στο internet …. και τα x-box, play station αντικατέστησαν την μπάλα και το ποδήλατο.

Μιας και η ένταση της σημερινής οικονομικής κρίσης είναι ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο για τα ελληνικά δεδομένα, δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά ποιος εκ των δύο παραγόντων συμβάλλει περισσότερο στο φαινόμενο της παχυσαρκίας. Πχ οφείλεται κατά 40% στη μείωση του εισοδήματος και 60% στην αλλαγή ‘’κουλτούρας’’; Θα το διαπιστώσουμε όταν η ‘’μπόρα’’ περάσει. Δεν θα είμαστε όμως σε θέση να το διαπιστώσουμε αμέσως μόλις επιστρέψουμε στην ανάπτυξη, αλλά όταν  το ποσοστό ανεργίας επιστρέψει σε βιώσιμα επίπεδα (πχ 9-10%).Αυτό γιατί τις περισσότερες φορές, ενώ η ανεργία αυξάνεται όταν το σύστημα είναι σε ύφεση , δεν μειώνεται όταν το σύστημα μπαίνει σε ανάπτυξη. Τρανό παράδειγμα η Ιταλία του πρώτου μισού της  δεκαετίας του 90, που μετά την ύφεση  η ανεργία συνέχισε να αυξάνεται ραγδαία  μαζί με το ΑΕΠ.  Για να μπορούμε να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα θα πρέπει λοιπόν να μειωθεί πρώτα αισθητά η ανεργία .
Όταν αυτό συμβεί και: α)το ποσοστό της παχυσαρκίας  μειωθεί αισθητά, τότε η σημερινή παχυσαρκία των Ελλήνων αποδίδεται κατά κύριο λόγο στη μείωση του εισοδήματος, δηλαδή στην κρίση και στις πολιτικές λιτότητας της κυβέρνησης.
β)το ποσοστό παχυσαρκίας παραμείνει στα ίδια επίπεδα ή αυξηθεί, τότε η  παχυσαρκία θα οφείλεται στην κουλτούρα των νεοελλήνων.

Στην Αμερική έχουν από τα υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας στον κόσμο. Παρόλο που έχουν το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα , η κατανομή του εισοδήματος είναι εξαιρετικά άνιση όπως μπορεί να διαπιστώσει κάποιος από τη μελέτη  της καμπύλης του Lorenz για τις ΗΠΑ. Όμως έχει αποδειχτεί ότι η συμβολή της ανισότητας του εισοδήματος στο υψηλό ποσοστό  παχυσαρκίας είναι πολύ μικρή. Ως επί το πλείστον αυτή οφείλεται στην κουλτούρα που επικρατεί στις ΗΠΑ (έχουν 52 αλυσίδες junk food εκ των οποίων εμείς γνωρίζουμε μόλις 4 που είναι πολυεθνικές εταιρίες).
Michalis Delta

Saturday, November 23, 2013

ΑΝΟΙΞΤΕ ΤΙΣ ΣΧΟΛΕΣ


Δεν έχουν περάσει πολλές μέρες από την επέτειο της 17ης Νοεμβρίου. Φαίνεται πως επηρέασε δραστικά την ελληνική κοινωνία, και διαμόρφωσε μια νέα συνήθεια: Το κλείσιμο των πανεπιστημίων. Μάλλον είναι αναπόφευκτο όταν το κλείσιμο ενός ιδρύματος συνεισφέρει στην πτώση ενός καθεστώτος το λουκέτο να γίνεται συνήθεια και καθημερινότητα. Εμπεδώνεται στην κοινωνία η αντίληψη ότι αρκεί να κλείσουμε τα πανεπιστήμια και να κάνουμε απεργίες για να αλλάξουμε την πραγματικότητα, και από εκεί και πέρα πρέπει να δέχεται ο καθένας ότι θα βλέπει τα πανεπιστήμια περισσότερο κλειστά παρά ανοικτά, δεδομένου ότι πάντα η πραγματικότητα δε θα αρέσει σε κάποιους και θα ψάχνουν τον ευκολότερο κατ’ αυτούς τρόπο για να την αλλάξουν. Κάπως έτσι οι ακαδημαϊκοί χώροι, που κανονικά πρέπει να είναι εστίες παραγωγής γνώσης και επιστημονικού έργου, καταλήγουν να χρησιμοποιούνται μόνο ως μέσα πολιτικής πίεσης και προπαγάνδας.

Το χειμερινό εξάμηνο του φετινού έτους θα γραφτεί στην ιστορία με μαύρα γράμματα. Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και οι φοιτητές έπεσαν θύματα ενός πολέμου συμφερόντων. Πολιτικών, συντεχνιακών, οικονομικών, συνδικαλιστικών, και όχι μόνο. Οι συνέπειες αυτού δεν έχουν ακόμα γίνει πλήρως γνωστές, άλλωστε δεν έχει ακόμα τελειώσει. Δεν υπάρχει καν μια σιγουριά ότι φτάνει στο τέλος του, αφού κάθε προσδοκία ότι αυτό πλησιάζει καταλήγει ψευδής. Όποιες όμως κι αν είναι συγκεκριμένα οι συνέπειες μπορούν να περιγραφούν εύκολα, αφού όλες έχουν την ίδια αιτία: Κλειστό πανεπιστήμιο.

Η ιστορία ξεκίνησε μήνες πριν. 10 Σεπτεμβρίου αν θυμάμαι καλά ήταν η μέρα που ξεκίνησε η αναστολή λειτουργίας του ΕΚΠΑ. Λίγο νωρίτερα ή αργότερα έγινε το ίδιο για άλλα 7 ιδρύματα ανά την επικράτεια. Αιτία της αναστολής λειτουργίας ήταν η απεργία των διοικητικών υπαλλήλων, που τότε ξεκινούσε. Για αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πόλεμος είχε στην πραγματικότητα ξεκινήσει ακόμα νωρίτερα, όταν πάρθηκαν οι αποφάσεις για τη θέση σε διαθεσιμότητα μέρους του διοικητικού προσωπικού. Κάποιος άλλος θα μπορούσε να πει ότι οι ρίζες φτάνουν ακόμα παλαιότερα, στην ψήφιση του νόμου Διαμαντοπούλου. Είναι αλήθεια ότι η διαμάχη έχει πολλές πλευρές, άρα και αιτίες. Άλλοι λένε ότι είναι η γνωστή κόντρα μεταξύ των πανεπιστημιακών οργάνων και των νεοτεύκτων συμβουλίων διοίκησης που δημιούργησε ο νόμος Διαμαντοπούλου, άλλοι ότι αντικατοπτρίζει τη διαμάχη μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, άλλοι ότι είναι απλώς ένα ζήτημα λειτουργίας του πανεπιστημίου. Το πιθανότερο είναι ο πόλεμος που κρατάει κλειστά τα ιδρύματα να περιέχει λίγο απ’ όλα.

Όταν προκηρύχθηκε η απεργία, με αίτημα να μην εφαρμοστεί το μέτρο της διαθεσιμότητας στους διοικητικούς υπαλλήλους, οι διοικήσεις των ιδρυμάτων έσπευσαν στην πλειονότητα τους να συνταχτούν μαζί τους. Άλλες επικαλέστηκαν την αδυναμία λειτουργίας των ιδρυμάτων με λιγότερο προσωπικό, άλλες απλώς εξυπηρετούσαν τον πολιτικό τους χώρο. Η στήριξη τους στους διοικητικούς δεν είχε μόνο αυτή τη θεωρητική μορφή, αφού σύντομα μπόρεσαν να κάνουν κάτι πολύ πιο πρακτικό. Έθεσαν τα πανεπιστήμια σε αναστολή λειτουργίας, επικαλούμενοι την αδυναμία λειτουργίας τους λόγω της μη παροχής υπηρεσιών από τους υπαλλήλους. Με τον τρόπο αυτό προσέφεραν στους απεργούς σειρά διευκολύνσεων, όπως τη δυνατότητα να συνεχίσουν να εισπράττουν αμοιβή επικαλούμενοι τεχνικές δυσκολίες, ή να καταλάβουν τα κτήρια των ιδρυμάτων. Πάνω απ’ όλα όμως τους έδωσε τη δυνατότητα να ασκήσουν πολύ μεγαλύτερη πίεση, αφού τα πανεπιστήμια πλέον ήταν και επισήμως κλειστά.

Έτσι με βάση την εικόνα των πρώτων αυτών εβδομάδων διαμορφώθηκαν ήδη οι τρεις πόλοι που θα φαίνονταν ως οι πρωταγωνιστές της διαμάχης. Απ’ τη μια η κυβέρνηση μέσω του υπουργείου Παιδείας. Απ’ την άλλη οι διοικητικοί υπάλληλοι, με τις όποιες πολιτικές συλλογικότητες τους στηρίζουν, ενδοπανεπιστημιακές και εξωπανεπιστημιακές. Τέλος, οι διοικήσεις των πανεπιστημίων. Σε αυτή την πρώτη φάση οι διοικήσεις στην πλειονότητα τους στήριζαν ανεπιφύλακτα τους απεργούς, ενώ το υπουργείο τηρούσε στάση εντελώς απαθή, παριστάνοντας ότι όλα πάνε καλά και δεν υπάρχει κανένα ζήτημα με τα ΑΕΙ.

Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε η αναστολή λειτουργίας ξεκίνησαν και τα προβλήματα. Η εξεταστική του Σεπτεμβρίου διακόπηκε, οι εγγραφές που έπρεπε να ξεκινήσουν δεν ξεκίνησαν, οι ορκωμοσίες σταμάτησαν, κάθε λειτουργία του πανεπιστημίου διεκόπη. Χιλιάδες φοιτητές βρέθηκαν στο κενό, σε μια κατάσταση ομηρίας. Ο καθένας αντιμετώπιζε τα δικά του προβλήματα, είτε ήταν ένα μάθημα που δεν ήξερε πλέον πότε θα εξεταστεί, είτε ένα πιστοποιητικό που χρειαζόταν και δε μπορούσε να βρει, είτε να κάνει εγγραφή είτε να ορκιστεί για να πιάσει δουλειά. Το κοινό όλων ήταν ότι προς το παρόν δε μπορούσαν να λυθούν.

Για αρκετό χρονικό διάστημα η κατάσταση συνέχισε ως είχε. Το υπουργείο απαθές, οι διοικητικοί να απεργούν, οι διοικήσεις να τους στηρίζουν πρακτικά και επικοινωνιακά. Αντί να μεριμνήσουν για την αποκατάσταση της λειτουργίας των ιδρυμάτων, όπως επιτάσσει ο νόμος και το Σύνταγμα, έσπευσαν να συναγωνιστούν ποια θα στηρίξει περισσότερο τους απεργούς. Κάπως έτσι χιλιάδες φοιτητές του ΕΚΠΑ είδαμε τον πρύτανη να προαναγγέλλει δημοσίως εδώ και μήνες την απώλεια του χειμερινού εξαμήνου και να προειδοποιεί για κίνδυνο ύπαρξης του ιδρύματος. Στην πλειοψηφία τους οι διοικήσεις των πανεπιστημίων δεν έδρασαν στην κατεύθυνση που τους επιτάσσει ο νόμος. Υπήρξαν φωτεινές εξαιρέσεις, όπως το πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, η πλειοψηφία όμως περιορίστηκε στην κάλυψη της απεργίας.

Και κάπως έτσι ο καιρός πέρασε, οι χαμένες εβδομάδες διαδέχονταν η μία την άλλη και η κατάσταση δε φαινόταν να αλλάζει. Άσχετο αν οι αναλύσεις και οι προβλέψεις για το τι θα γίνει κάθε εβδομάδα άλλαζαν η κατάσταση στην πραγματικότητα παρέμενε ίδια. Η απεργία κάθε εβδομάδα ανανεωνόταν, μέχρι ενός σημείου το ίδιο ακριβώς γινόταν και με την αναστολή λειτουργίας. Μεγαλύτερες ήταν όμως οι εξελίξεις στο επικοινωνιακό πεδίο, όπου οι εκπρόσωποι τόσο των διοικητικών υπαλλήλων όσο και των ιδρυμάτων προσπαθούσαν να τραβήξουν τα φώτα της δημοσιότητας από τους άλλους τομείς που μονοπωλούσαν τα ΜΜΕ. Κορυφαίο παράδειγμα ο πρύτανης του ΕΚΠΑ Θεοδόσης Πελεγρίνης, που έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει δημοσίως ότι το ΕΚΠΑ πάει για κλείσιμο και να προσκαλέσει τους πρωτοετείς φοιτητές σε εκδήλωση υποδοχής μόνο και μόνο για να διακηρύξει την υποστήριξη του προς τους απεργούς. Όπως και να επικαλεστεί σε επιστολή προς τον πρωθυπουργό στοιχεία για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό του, τα οποία ο ίδιος αναίρεσε σε άλλη χρονική στιγμή.

Η πρώτη φάση πέρασε με το υπουργείο Παιδείας να παραμένει σε ρόλο ανενεργού παρατηρητή. Για πολλές εβδομάδες συμπεριφερόταν σαν να πήγαιναν όλα καλά και ομαλά. Έδωσε προθεσμία στα ιδρύματα να αποστείλουν στοιχεία για τη διαθεσιμότητα και δεν ασχολήθηκε καθόλου με το πώς θα ανοίξουν στο μεταξύ. Κι όταν η προθεσμία πέρασε φρόντισε απλώς να κάνει τα απαραίτητα για να εφαρμοστεί το μέτρο. Δημιούργησε σελίδα στο διαδίκτυο για να απογραφούν οι υπάλληλοι οικειοθελώς παρακάμπτοντας τα ιδρύματα, και θεώρησε πως αφότου ολοκληρωνόταν η απογραφή το άνοιγμα των ιδρυμάτων θα ακολουθούσε. Δε χρειάζεται να επισημάνει κανείς ότι η εκτίμηση αποδείχθηκε λανθασμένη. Η απογραφή σήμερα έχει ολοκληρωθεί, το προσωπικό έχει αξιολογηθεί, τα ονόματα των υπαλλήλων προς αποχώρηση έχουν βγει, όμως η απεργία κάθε άλλο παρά φαίνεται να λήγει.

Στη διαμάχη ενεπλάκη και η δικαιοσύνη, που αποφάνθηκε τόσο για το παράνομο ή μη της απεργίας όσο και για το μέτρο της διαθεσιμότητας. Δυστυχώς οι αποφάσεις της δεν άλλαξαν και πολύ τα πράγματα, αφού δεν υπήρξε μέριμνα για την εφαρμογή τους.

Έτσι σήμερα τα δύο μεγαλύτερα πανεπιστήμια της χώρας, το ΕΚΠΑ και το ΕΜΠ, παραμένουν κλειστά. Δεν είναι στην ίδια κατάσταση, το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο. Στο μεν ΕΚΠΑ οι απεργοί εμποδίζουν την είσοδο στα κτήρια και μετά την παραίτηση της Συγκλήτου κανείς δεν ξέρει ποιος διοικεί, στο δε ΕΜΠ η απόφαση που ελήφθη για άνοιγμα δεν άλλαξε και πολύ τα πράγματα. Φρόντισαν για αυτό οι γνωστές ομάδες που έχουν αναγορεύσει εαυτόν προστάτη του πανεπιστημίου χωρίς να πολυενδιαφέρονται αν και οι άλλοι τους βλέπουν έτσι. Όσο για το υπουργείο, αποδεικνύεται κάθε μέρα κατώτερο των περιστάσεων. Μέχρι στιγμής δεν έχει κάνει τίποτα ουσιαστικό στην κατεύθυνση του ανοίγματος, ακόμα και στις αρχές της εβδομάδας που αποφάσισε να ασχοληθεί ίσα που κατάφερε να ανεβάσει λίγο το ζήτημα στην επικαιρότητα, πριν διαψεύσει το ίδιο τις όποιες ελπίδες δημιουργήθηκαν. Ουσιαστικά η κατάσταση μεταβλήθηκε ελάχιστα, αν όχι και καθόλου. Και ο χρόνος τελειώνει, αν δεν έχει τελειώσει ήδη.

Σχεδόν τρεις μήνες τώρα οι φοιτητές περιμένουν να ανοίξουν οι σχολές τους. Δε μπορούν να εγγραφούν, να κάνουν μάθημα, να δώσουν εξετάσεις, να ορκιστούν, ούτε καν να λάβουν έγγραφα και πιστοποιητικά από τη γραμματεία, ή έστω ενημέρωση από τις ιστοσελίδες των ιδρυμάτων. Περιμένουν απλώς παθητικά να λήξει όλο αυτό το δράμα και να ανοίξουν τα ιδρύματα. Αυτή η ιστορία τους έχει στοιχίσει με πολλούς τρόπους, από οικονομικά μέσω των εξόδων που συνεπάγονται οι σπουδές έως ακαδημαικά λόγω της υποβάθμισης των ιδρυμάτων τους. Είναι τα μεγαλύτερα θύματα της υπόθεσης, κι όμως κανείς δε φαίνεται να κάνει κάτι για αυτούς. Άσχετο με το ποιος θα επικρατήσει οι φοιτητές θα βγουν χαμένοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Κι όμως κάθε πλευρά ασχολείται μόνο με τις δικές της επιδιώξεις και τους θεωρεί κάτι αναλώσιμο. Οι απώλειες τους θα κορυφωθούν με την απώλεια του εξαμήνου, που πλέον φαίνεται ότι δε σώζεται. Καμία πλευρά δε φαίνεται να ενδιαφέρεται για τη διάσωσή του, ούτε προφανώς κάνει κάτι για αυτό. Θα θυσιαστεί στο βωμό των συντεχνιακών, οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων κάποιων.

Παρ’ όλα αυτά το αίτημα των φοιτητών, τουλάχιστον της συντριπτικής τους πλειοψηφίας παραμένει πάντα το ίδιο, και δε θα σταματήσουν να το επιδιώκουν.

Ανοίξτε τις σχολές
ΣΠΑΡΤΙΑΤΗΣ

Saturday, November 16, 2013

To ανοσιούργημα της γενιάς του Πολυτεχνείου

Η γενιά που συνδέθηκε όσο καμία άλλη με την διαφθορά και τη σαπίλα της «μεταπολιτευτικής παράγκας» είναι αναφανδόν η επονομαζόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου». Μια γενιά που αυτοαναγορεύτηκε σε ιεραπόστολο της πολυθρύλητης «Αλλαγής» και καθοδηγητή της κοινωνίας στην πολυπόθητη «Γη της Επαγγελίας». 

Οι διαπρύσιοι κήρυκές της ευαγγελίστηκαν με επαναστατική θέρμη την εκ βάθρων αναδιάρθρωση της πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής πραγματικότητας.


Οι θιασώτες της γενιάς αυτής κατόρθωσαν, υποσχόμενοι στους πάντες τα πάντα, πλειοδοτώντας σε λαϊκισμό, επαναστατικές κορώνες και αριστεροφροσύνη, να κατοχυρώσουν για πολλά χρόνια μια ξεχωριστή θέση στη λαϊκή συνείδηση, εξαργυρώνοντάς την είτε με πολιτικές καριέρες, είτε με εξωφρενικά προνόμια και παχυλές απολαβές, είτε με ζηλευτούς θώκους στο δημόσιο βίο. 
 
Ο Νοέμβριος του ’73 απελευθέρωσε μια τρομακτική δυναμική στη βάση της κοινωνίας, της οποίας η ριζοσπαστικοποίηση και ιδεολογικοπολιτική ζύμωση –απόρροια της καταπίεσης και του αυταρχισμού της επταετούς δικτατορίας- είχε ήδη αρχίσει. Παρ’ όλα αυτά, η εξέγερση του Πολυτεχνείου όχι μόνο απέτυχε στον αντικειμενικό της στόχο, να ανατρέψει, δηλαδή, το δικτατορικό καθεστώς αλλά ενέτεινε έτι περαιτέρω τον αυταρχισμό και την αυθαιρεσία της χούντας. Επομένως, εάν επιζητούμε την αλήθεια και επιθυμούμε να είμαστε ιστορικά ακριβείς οφείλουμε να συνταχθούμε με την άποψη ότι η εξέγερση του ’73 δεν «έριξε» -όπως πολλοί εγκάθετοι της Αριστεράς διακηρύσσουν- το καθεστώς των συνταγματαρχών αλλά μάλλον αποτέλεσε τη θρυαλλίδα που πυροδότησε μια σωρεία αρνητικών γεγονότων με τραγική απόληξη την εισβολή του «Αττίλα» στην Κύπρο και την διχοτόμηση της από τους ισλαμοφασίστες.
Οι πρωταγωνιστές, λοιπόν, αυτών των γεγονότων αναδείχθηκαν σε λαϊκούς ήρωες, έγιναν τραγούδι στα χείλη του Λαού, ανακηρύχθηκαν σε εμβληματικές προσωπικότητες και τελικά εξυψώθηκαν στη σφαίρα της λαϊκής μυθοπλασίας. Τηρουμένων των αναλογιών, ο Νοέμβριος του ’73 παραλληλίστηκε – και ενίοτε εξομοιώθηκε- με τον γαλλικό Μάη του ’68. Κι όμως ακόμα κι αυτός ο Μάης του ’68 –με την ένταση του- δεν κατόρθωσε να επιβάλλει μια συγκεκριμένη πολιτική τάξη. Στην ελληνική κοινωνία αντίθετα, τέθηκαν οι βάσεις για την ιδεολογική, πολιτική και πολιτιστική κυριαρχία της περιώνυμης γενιάς του Πολυτεχνείου.
 
Στις 18/10/1981 ο απερχόμενος πρωθυπουργός Γ. Ράλλης μετά το εκλογικό αποτέλεσμα είχε προβεί σε μια προφητική δήλωση. Διασχίζοντας το μέλλον, που εν τέλει τον επιβεβαίωσε πανηγυρικά, δήλωνε: «Σε μια Δημοκρατία ο Λαός αποφασίζει κυριαρχικά. Και ο ελληνικός Λαός απεφάσισε. Η ετυμηγορία του είναι για όλους σεβαστή. Δεν πιστεύω ότι ήταν η καλύτερη επιλογή. Εύχομαι, όμως, ο Λαός να μην χρειαστεί να το μετανιώσει». Εκείνη ακριβώς την ημέρα η γενιά που έμελλε να ενσαρκώσει το ψευδεπίγραφο σύνθημα της «Αλλαγής» κατελάμβανε εν χορδαίς και οργάνοις την εξουσία. Πράγματι, η «Αλλαγή» επήλθε σε κάθε τομέα. Και απέτυχε σε όλους οικτρά! Όλα άλλαξαν… αλλά προς το χειρότερο!
 
Οικοδομώντας το πολιτικό τους προφίλ πάνω στο μύθο του Πολυτεχνείου, οι άνθρωποι εκείνης της περιόδου κατάφεραν εν μέσω πολιτικής περιδίνησης, αναβίωσης και όξυνσης των πολιτικών παθών, να αναλάβουν τα ηνία της χώρας. Οι άνθρωποι αυτοί κυριάρχησαν στη δημόσια ζωή και μετέβαλαν άρδην τις ισορροπίες και τα δεδομένα της. Μένοντας πιστοί στις εξαγγελίες και τις υποσχέσεις τους, λαφυραγώγησαν τους δημόσιους οργανισμούς, άλωσαν την κρατική μηχανή και επιδόθηκαν σε μια ανίερη διασπάθιση του εθνικού πλούτου. Ο δημόσιος τομέας υπερδιογκώθηκε από τους αφειδώς διοριζόμενους ημετέρους και τα στελέχη του κομματικού σωλήνα. Το χρέος και το έλλειμμα απογειώθηκαν, απότοκο του υπερδανεισμού προς συντήρηση της επίπλαστης ευημερίας και ανάπτυξης. Η ύπαιθρος εγκαταλείφθηκε, ο πρωτογενής τομέας παρήκμασε, η παραγωγική βάση αποδιοργανώθηκε και εγκαινιάστηκε η ραγδαία αποβιομηχάνιση της χώρας.
 
Το έγκλημα της γενιάς αυτής όμως, εντοπίζεται κυρίως στο επίπεδο των αξιών και των ιδεών. Το παραδοσιακό αξιακό σύστημα του Έλληνα εκθεμελιώθηκε και καταβαραθρώθηκε. Η φιλοτιμία, η εργατικότητα, η αξιοπρέπεια, η τιμιότητα και η φιλοπονία θεωρήθηκαν «πέτσινες» αρετές και αντικαταστάθηκαν από νέα ήθη. Η επιχειρηματικότητα, το επενδυτικό δαιμόνιο και η παραγωγικότητα δαιμονοποιήθηκαν. Οι άνθρωποι δε που τις πρέσβευαν χλευάστηκαν και εξοβελίστηκαν από όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Ο τυχοδιωκτισμός, ο αμοραλισμός και ο αριβισμός κυριάρχησαν, ενώ υιοθετήθηκε ένας άκρατος lifestyle τρόπος ζωής, βασιζόμενος στο νεοπλουτισμό, τη χλιδή, την πολυτέλεια και τη γκλαμουριά. Με απλά λόγια, το δήθεν διαπέρασε τον ψυχισμό του Νεοέλληνα, εξαϋλώνοντας την γνησιότητα και την ιδιοσυστασία του . Παράλληλα, επιβραβεύτηκε η μετριοκρατία υπονομεύοντας την αξιοκρατία και τον υγιή ανταγωνισμό. Απορρυθμίστηκαν οι θεσμοί και φαλκιδεύτηκε η νομιμότητα, την οποία εύκολα μπορούσε να παρακάμψει κανείς εάν διέθετε το κατάλληλο μέσον για να του «πουλήσει» εκδούλευση.
Στον πολιτικό τομέα, εντάθηκε η κομματοκρατία ενώ ο εναγκαλισμός κράτους και κόμματος έγινε αδιάρρηκτος. Φαινόμενα πολιτικής νοσηρότητας και φαυλότητας υποβάθμισαν το πολιτικό γίγνεσθαι, εκμαύλισαν το λαό και διέστρεψαν την συνείδηση του. Ο βυζαντινισμός, η καμαρίλα και η διαπλοκή με τα εκδοτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα μετέφεραν τα κέντρα των αποφάσεων από τη Βουλή στα κότερα και τις –κάθε χρώματος- βίλες.
Ταυτόχρονα, ο αφελληνισμός της παιδείας και ο εκφυλισμός του πολιτισμού συνιστούν άμεση συνέπεια της παγκυριαρχίας της γενιάς του Πολυτεχνείου. Η σκόπιμη αποδόμηση της εθνικής ιστορικής μνήμης, η πολεμική εναντίον του Ελληνικού Τρόπου και η αποστροφή προς το ηρωικό πρότυπο καθώς και ο πλήρης παραγκωνισμός της παράδοσης διέρρηξε το αίσθημα του συνανήκειν, της εθνικής συνοχής και συλλογικής συνείδησης . Οι πνευματικοί χώροι και ειδικότερα τα Πανεπιστήμια, που κατελύθησαν από ορδές αριστερίστικων και ενίοτε τρομοκρατικών οργανώσεων, αποτέλεσαν άντρα επιβολής μιας δήθεν ψευτοκουλτούρας και ψευτοπροοδευτικότητας. Η δήθεν ακαδημαϊκή ασυλία εξόριζε δια της βίας κάθε τι που έθιγε το κατεστημένο της ντεμέκ Αριστεράς και θεωρείτο προσβλητικό για τα γούστα της ελληνικής πολιτικής ορθότητας που κάπνιζε αρειμανίως κοχίμπα στα κολωνακιώτικα στέκια της Επανάστασης των Καγιέν.
 
Η γενιά του Πολυτεχνείου εξέπνευσε τα λοίσθια μαζί με την Μεταπολίτευση που την εξέθρεψε. Κι αν η ευαισθησία των υμνητών της γενιάς αυτής εθίγη, ο ποιητής Κ. Τριπολίτης τους απαντά: «Έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε. […] Κι οι εξεγέρσεις μας είναι εν γένει εκτός του κλίματος».

Του Γεωργίου Λ. Κωνσταντόπουλου
 
Απο το orthografos.blogspot.gr

Friday, November 8, 2013

Κινήσεις ιδεολογικής αναδημιουργίας...."Έλληνες Συντηρητικοί"

Ο τίτλος δεν θα μπορούσε να είναι άλλος απο τον παραπάνω. Και  αυτό διότι πολύ απλά η κίνηση αυτή  που προήλθε μέσα απο μία ωραία πρωτοβουλία νέων ανθρώπων με συντονιστή της όλης προσπάθειας ,τον Σωτήριο Μητραλέξη, είναι ακριβώς η αρχή , το πρώτο μικρό βήμα , όχι κόμματος φυσικά ,αλλά δημιουργίας ενός φορέα ,ενός Ινστιτούτου πολιτικού που θα γίνει ο παραγωγός ενός σύγχρονου , ελληνικού Συντηρητισμού.

Στην χώρα μας κάτι τέτοια φαντάζουν ως κάτι μακρινά όπως και πολλά άλλα  , όμως στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε τέτοια πολιτικά ινστιτούτα, ιδρύματα παραγωγής πολιτικών ιδεών σε συγκεκριμένες ιδεολογικές πλατφόρμες είναι ένα κανονικό γεγονός. Δυστυχώς, στην χώρα μας πολλά πράγματα αντιγράφονται και μάλιστα , κακο-αντιγράφονται ή ενω εμφανίζουν μία δυναμική στην αρχή στην πορεία ατονεί  αυτή για να ξεπέσουν εντελώς στην πορεία. Τα δε διάφορα ινστιτούτα ή δεξαμενές σκέψης είναι κατα κύριο λόγο κομματικά και ασχολούνται ,αν όχι με τίποτα, σίγουρα όχι με συγκεκριμενοποίηση  προτάσεων , απο το ανάλογο ιδεολογικό πεδίο στην αντίστοιχη πρακτική εφαρμογή τους . Δεν συστυματοποιούν τις ιδεολογικές τους αρχές και η πολιτική πρακτικότητά τους εξαντλείται σε θεωρητικολογήματα , που περνάνε προηγουμένως απο την κεντρική κομματική ...εγκριση.

Τα παιδιά που θα προχωρήσουν την κίνηση αυτή (εδώ είναι η ιστοσελίδα τους για όποιον ενδιαφέρεται -   http://conservatives.gr/ ) είναι νεαροί άνθρωποι κατα βάσιν , που έχουν μία αυθεντική ικανότητα διάκρισης των ιδεολογικών χώρων και σίγουρα απηυδισμένοι απο την πρότερη μεταπολιτευτική περίοδο που η πολιτική ανηθικότητα , ο εξευτελισμός κάθε δημοκρατικού θεσμού και η κομματοκρατορική σαπίλα τους είναι εντελώς εχθρικά. Ανήκουν τα άτομα αυτά σε μία άλλη γενιά που έχει έναν άλλον τρόπο αντιλήψεως της πολιτικής δράσης . Κυρίως όμως, πιστεύουμε ότι η γενιά αυτή πέρα απο όλα αυτά είναι και εκείνη που θα διεκδικήσει σε υγιέστερες πολιτικές βάσεις τον επανακαθορισμό και την αναδιάταξη των αρχών της συντηρητικής ιδεολογίας. Της εθνικής Δεξιάς. Μίας δεξιάς που δεν θα ντρέπεται να διατρανώνει το όνομά της και τα ευδιάκριτα στοιχεία της που την ξεχωρίζουν απο τους άλλους πολιτικούς χώρους . Και όχι βέβαια μίας συντηρητικής  Δεξιάς, θεραπαινίδας του Φιλελευθερισμού αντί για καλή  φίλη αυτού και ...αδελφής της ..σοσιαλδημοκρατίας και κάθε είδους κρατικισμού!

Εμείς σαν ιστολόγιο και σαν ομάδα βεβαίως του facebook , θα αναδεικνύουμε τέτοιες αξιόλογες πρωτοβουλίες που θα έχουν σκοπό την προώθηση των συντηρητικών ιδεών , ή της Δεξιάς γενικότερα. Άλλωστε και όταν δημιουργήθηκε η ομάδα εκεί και αφ' ότου μετά δημιουργήσαμε  το ιστολόγιο αυτό, είχε και έχει βάλει ως βασικό σκοπό ,κάποτε στο μέλλον , την δημιουργία μέσα απο αυτήν την συλλογική προσπάθεια ενός ινστιτούτου σκέψης που θα ανήκει στον χώρο της Εθνικής -Αστικής Δεξιάς, του Συντηρητισμού! 

Αριστοτέλης Παλαιολόγος

Παρακάτω βλέπετε ένα βίντεο - το λες και συνέντευξη , του συντονιστή της όλης προσπάθειας ,Σωτήριου Μητραλέξη προς μία διαδυκτιακή φοιτητική εκπομπή νέων ανθρώπων όπου δίδει καθ'ολοκληρίαν τις θέσεις  της πρωτοβουλίας του για την δημιουργία στο κοντινό μέλλον του Ινστιτούτου αυτού:



http://www.youtube.com/watch?v=mI0wo8UxXEE&feature=share&t=2m28s

Friday, November 1, 2013

ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ


 

Ο νέος φόρος ακινήτων, το σχέδιο του οποίου ανακοινώθηκε πριν λίγες μέρες, είναι στην κορυφή της επικαιρότητας. Το έκτακτο τέλος μονιμοποιείται, τα αγροτεμάχια και τα οικόπεδα φορολογούνται πρώτη φορά και για πολλά νοικοκυριά ο λογαριασμός θα έρθει φουσκωμένος. Η συζήτηση για τους φόρους περιουσίας, και μάλιστα μη αποδίδουσας έσοδα, έχει γίνει πολλές φορές, τώρα όμως υπάρχει το εντελώς νέο σημείο της φορολόγησης οικοπέδων και αγροτεμαχίων. Ξεφύγαμε από τη συζήτηση για το κατά πόσον είναι σωστό να φορολογείς το σπίτι κάποιου, που δεν αποφέρει καθόλου προσόδους και το έχει μόνο για να μένει, και πήγαμε στο αν μπορείς να φορολογείς εκτάσεις γης που δεν προσφέρουν έσοδα.

Ακούμε συνεχώς το επιχείρημα ότι είναι αδιανόητο κάποιος που έχει ένα οικόπεδο που μπορεί να μην ξέρει καν που βρίσκεται να πληρώσει φόρο για αυτό. Το επιχείρημα αντανακλά μια νοοτροπία ριζωμένη για τα καλά στη συνείδηση του Έλληνα. Δεν είναι μια ιδεοληψία των τελευταίων δεκαετιών, της μεταπολίτευσης και της ιδεολογικής ηγεμονίας της αριστεράς ως συνήθως, είναι νοοτροπία αιώνων. Η περιουσία μου όπως κι αν την έχω αποκτήσει είναι κάτι ιερό. Είτε μου προσφέρει κάτι είτε κάθεται άχρηστη είναι ιερή και απρόσβλητη. Και μπορώ να την κάνω ό, τι θέλω, να την αξιοποιώ ή όχι, να ξέρω πού βρίσκεται, να μην ξέρω, οτιδήποτε. Κατά πόσο όμως η νοοτροπία αυτή είναι καλή για την οικονομία;

Το πρώτο χαρακτηριστικό που πρέπει να έχει κάθε οικονομία είναι η παραγωγή πλούτου. Δεν έχει σημασία αν είναι ελεύθερη ή κλειστή, καπιταλιστική ή σοσιαλιστική, και αν ανήκει σε κάποιο οικονομικό σύστημα. Οι διαφορές των οικονομικών συστημάτων αφορούν τον τρόπο παραγωγής του πλούτου ή τη διανομή του. Στο ότι πρέπει να παράγεται δεν μπορεί να διαφωνεί κανείς, εκτός κι αν θέλει να γίνεται επικίνδυνος. Αν δεν παράγεται πλούτος δε δημιουργούνται θέσεις εργασίας, δεν παράγονται εισοδήματα, δεν κυκλοφορεί χρήμα στην αγορά, δε λειτουργεί η οικονομία. Και τα περιουσιακά στοιχεία αποτελούν και εργαλεία παραγωγής πλούτου. Δεν υπάρχουν μόνο για να ισχυρίζεται κάποιος ότι του ανήκουν, υπάρχουν για να δημιουργούν εισοδήματα και θέσεις εργασίας, ώστε το οικοδόμημα της οικονομίας, η «κυλιόμενη σκάλα» όπως το αποκαλούσε ο Άνταμ Σμιθ, να υπάρχει και να κινείται, να μη μένει στάσιμο, γιατί όταν μένει στάσιμο οι συνέπειες είναι πολύ μεγαλύτερες.

Το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, του οποίου γίνεται συνεχώς επίκληση τις τελευταίες ημέρες, είναι από τα θεμελιώδη για έναν άνθρωπο. Ο σεβασμός του είναι απαραίτητος τόσο για να επιτρέπεται στο άτομο να αναπτύσσεται και να προοδεύει όσο και για να εξασφαλίζει την ύπαρξη και την πρόοδο της κοινωνίας. Για το δε οικονομικό σύστημα της ελεύθερης οικονομίας και του μικρού κράτους η θέση του είναι θεμελιώδης, αφού το όλο οικοδόμημα βασίζεται στην ιδιοκτησία. Και επακολούθως θεωρείται και θεμέλιο της δεξιάς ιδεολογίας. Το ερώτημα όμως είναι: Στην οικονομία στη σύγκρουση δικαιώματος στην ιδιοκτησία και ανάγκης παραγωγής πλούτου τι υπερτερεί; Για τι πρέπει να φροντίζει πρωτίστως μια οικονομία, να παράγεται πλούτος για να λειτουργεί και να υπάρχει ή να γίνεται σεβαστό το δικαίωμα στην ιδιοκτησία σε κάθε μορφή και έκφανσή του;

Ένα περιουσιακό στοιχείο όπως ένα οικόπεδο ή ένα αγροτεμάχιο δεν είναι μόνο ιδιοκτησία του κατόχου του, είναι και εργαλείο παραγωγής πλούτου. Ο ιδιοκτήτης του δεν πρέπει να το έχει μόνο για να υπάρχει, πρέπει να το αξιοποιεί προς όφελος του ιδίου και της οικονομίας. Είτε να το χρησιμοποιεί ο ίδιος για παραγωγικές δραστηριότητες είτε να το παραχωρεί έναντι αμοιβής σε άλλους που θα κάνουν το ίδιο. Όταν το κρατάει αναξιοποίητο, για όποιον λόγο κι αν συμβαίνει, ίσως το δικαίωμα του στην ιδιοκτησία να γίνεται σεβαστό, όμως η λειτουργία του περιουσιακού στοιχείου για την οικονομία δεν επιτελείται. Δεν παράγεται πλούτος, και η «κυλιόμενη σκάλα» δεν προχωρά όσο πρέπει. Η ανάπτυξη πάει πίσω, και σε εποχές ύφεσης η ανάκαμψη καθυστερεί.

Ας έρθουμε τώρα στο προκείμενο. Το φαινόμενο που περιέγραψα ανωτέρω συναντάται συχνότατα στην Ελλάδα. Αδρανής ιδιοκτησία. Ειδικά στην επαρχία υπάρχουν εκατομμύρια περιουσιακά στοιχεία που παραμένουν θλιβερά αναξιοποίητα. Εκτάσεις που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για αγροτικές δραστηριότητες, κτηνοτροφία, εξορύξεις, παραγωγή ενέργειας, και φυσικά για τουρισμό. Θα μπορούσαν δηλαδή να παράγουν θέσεις εργασίας, να δημιουργούν εξαγωγές, να βοηθούν στην εξασφάλιση αυτάρκειας [διατροφικής, παραγωγικής και ενεργειακής], να φέρνουν συνάλλαγμα, και γενικά να ενισχύουν την οικονομία μέσω της παραγωγής πλούτου. Αντί αυτού κάθονται και ρημάζουν, οι ιδιοκτήτες τους πιθανόν να μην ξέρουν καν που βρίσκονται και η οικονομία που βυθίζεται στην ύφεση παλεύει να βγει από το τούνελ έχοντας μεγάλο μέρος των παραγωγικών της εργαλείων αδρανή. Στην καλύτερη περίπτωση θα αξιοποιηθούν και θα βοηθήσουν την οικονομία μόνο μια φορά, αν ο ιδιοκτήτης τους επιλέξει να οικοδομήσει εντός τους. Στη χειρότερη θα παραμείνουν για πάντα ουσιαστικά ανύπαρκτα, μαζί με όλα τα οφέλη που θα μπορούσαν να φέρουν στην οικονομία.

Η ελληνική οικονομία είναι σε ύφεση. Διψάει για παραγωγική ανασυγκρότηση, δημιουργία θέσεων εργασίας, κίνηση του χρήματος στην αγορά. Πόσο λογικό είναι σε εποχές σαν τη σημερινή να υπάρχουν εργαλεία παραγωγής πλούτου αδρανή; Να υπάρχουν ακαλλιέργητα κτήματα όταν χιλιάδες άνεργοι θα μπορούσαν να βρουν δουλειά στην αγροτική παραγωγή και η παραγωγή να εξισορροπήσει το εμπορικό ισοζύγιο; Γίνεται να ξεκολλήσει ποτέ η οικονομία όταν πολλά όπλα της παραμένουν στην αποθήκη; Η Ελλάδα ακολουθούσε ένα ιδιότυπο οικονομικό μοντέλο που βασιζόταν στην κατανάλωση και όχι στην παραγωγή, με αποτέλεσμα αυτά που βλέπουμε σήμερα. Μήπως το φαινόμενο της αδρανούς ιδιοκτησίας συνεισέφερε σε αυτή την κατάσταση; Μήπως πρέπει να καταπολεμηθεί για να βγούμε από την κρίση μια ώρα αρχύτερα;

Για την αντιμετώπιση της ύφεσης και την παραγωγική ανασυγκρότηση επιβάλλεται αυτά τα αδρανή εργαλεία να ενεργοποιηθούν. Να αρχίσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να προσφέρουν στην οικονομία. Αυτόν ακριβώς το σκοπό εξυπηρετεί η φορολογία των ακινήτων, και ιδιαίτερα των αγροτεμαχίων και των οικοπέδων. Μέχρι σήμερα οι ιδιοκτήτες ακινήτων είχαν τη δυνατότητα να τα διατηρούν αδρανή χωρίς καμία απολύτως οικονομική επίπτωση. Μπορούσαν να αφήνουν ένα κτήμα αιωνίως αναξιοποίητο χωρίς να πληρώνουν απολύτως τίποτα για αυτό. Είτε ο άλλος δε μπορούσε προσωπικά να αξιοποιήσει το ακίνητο είτε δεν το έκανε από επιλογή έλειπε το οικονομικό κίνητρο. Αυτό εξηγεί εν πολλοίς γιατί το φαινόμενο έλαβε τέτοιες διαστάσεις. Από δω και μπρος ωστόσο αυτό δε θα ισχύει. Τα ακίνητα θα φορολογούνται. Όποιος έχει ένα κομμάτι γης θα πληρώνει, και η οικονομική κατάσταση όποιου διατηρεί περιουσία θα ξεκινά από αρνητικό σημείο. Δε θα έχει κίνητρο πλέον να κερδίσει, αλλά να μη χάσει. Θα πρέπει να έχει κάποια έσοδα για να διατηρεί το ακίνητο. Μπορεί να επιλέξει να πληρώνει το φόρο απλώς μέσω των άλλων εισοδημάτων του. Σε αυτή την περίπτωση η περιουσία θα συνεχίσει να είναι αναξιοποίητη, τουλάχιστον όμως η οικονομία θα κερδίσει οικονομικά κάτι από αυτή. Υπάρχει όμως και η άλλη πιθανότητα, να αναζητήσει χρήματα για να μπορέσει να διατηρήσει το ακίνητο στο ίδιο το ακίνητο, δηλαδή να το αξιοποιήσει. Είτε ο ίδιος εφόσον έχει τη δυνατότητα είτε άλλοι που θα τους το παραχωρήσει έναντι αμοιβής. Φυσικά μπορεί να επιλέξει και να το πουλήσει για να μην έχει κάθε χρόνο μια επιβάρυνση, ακόμα κι έτσι όμως τα παραπάνω θα ισχύουν και για τον επόμενο ιδιοκτήτη. Η επιβάρυνση λοιπόν δίνει στους ιδιοκτήτες ένα λόγο παραπάνω να επιδιώκουν την αξιοποίηση των ακινήτων τους, καθώς πρέπει να αναζητήσουν έσοδα από αυτά. Νομίζω πως ο καθένας αντιλαμβάνεται τι οφέλη θα προέκυπταν για την οικονομία αν έστω ένα μέρος των αδρανών περιουσιακών στοιχείων αξιοποιούνταν έτσι παραγωγικά

Θα αντιτείνει κάποιος ότι είναι δικαίωμα του καθενός να κάνει ό, τι θέλει με την περιουσία του. Σεβαστό. Κατά πόσον όμως κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύει σήμερα χωρίς καμία συνέπεια για τον ιδιοκτήτη; Κάθε δικαίωμα έχει και μια ευθύνη μαζί, και η ευθύνη σε αυτή την περίπτωση είναι την περιουσία που έχεις να την αξιοποιείς, ώστε να μην ωφελείσαι μόνο εσύ από αυτή, αλλά να προκύπτει κάποιο όφελος και για την οικονομία. Η οικονομία κάτι πρέπει να κερδίζει, ώστε να μπορεί να λειτουργεί. Εφόσον λοιπόν εσύ επιλέγεις να μην την αξιοποιείς, αφού δεν παράγεται πλούτος δε δημιουργούνται θέσεις εργασίας κτλ η οικονομία πρέπει να κερδίζει κάπως αλλιώς. Με το φόρο που θα πληρώσεις για να ενισχύσεις τα οικονομικά του κράτους.

Επίσης έχει ακουστεί και μια ακόμα αντίρρηση, που συνοψίζεται στο ότι από τη στιγμή που στόχος της κυβέρνησης είναι η καταπολέμηση της αδρανούς ιδιοκτησίας θα έπρεπε να φορολογούνται μόνο τα αναξιοποίητα ακίνητα, και όχι το σύνολο. Είναι κάτι που ακούγεται λογικό αν θεωρήσει κανείς ότι στόχος του φόρου είναι η αξιοποίηση. Υπάρχουν ωστόσο δύο αντίλογοι. Ο πρώτος έχει να κάνει με την εγγενή μανία [τόσο εγγενή όσο και η νοοτροπία της ιδιοκτησίας ακινήτων] του Έλληνα να κλέβει το κράτος. Εφόσον αρκούσε μια διαβεβαίωση ότι το ακίνητο αξιοποιείται για να μη φορολογηθεί για κάποιο λόγο είμαι σίγουρος ότι ξαφνικά επισήμως θα φαινόταν ότι η πλειονότητα των ακινήτων στην Ελλάδα αξιοποιείται. Στα χαρτιά πάντα, γιατί στην πραγματικότητα το πιθανότερο είναι αφότου εξασφάλιζαν οι ιδιοκτήτες ότι θα απαλλαγούν να άφηναν τις ιδιοκτησίες το ίδιο αναξιοποίητες με πριν. Έστω όμως κι αν αυτό δε συνέβαινε, υπάρχει και ο δεύτερος αντίλογος. Ας μην παριστάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε, ο φόρος ακινήτων έχει διπλό στόχο. Ο βασικός του στόχος είναι η είσπραξη ενός ποσού. Δε χρειάζεται να επαναλαμβάνουμε συνέχεια τα ίδια για τη δημοσιονομική ανάγκη που έχει η χώρα. Χρειάζονται έσοδα και μειώσεις δαπανών, και ένα μέρος των εσόδων θα εισπραχθεί από τους φόρους στα ακίνητα. Το αν ο ιδιοκτήτης θα επιλέξει να πληρώσει το φόρο από τα άλλα του εισοδήματα ή θα επιδιώξει να αποκτήσει νέα εισοδήματα από τα ακίνητα του είναι άλλο ζήτημα. Καλύτερη εκδοχή σαφώς θα ήταν η δεύτερη, για τον εισπρακτικό στόχο όμως και η πρώτη έχει το ίδιο αποτέλεσμα.

Ακούγεται ακόμα κριτική για το κατά πόσον η πολιτική της φορολόγησης των ακινήτων συνάδει με το φιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο, το οποίο πιστεύει τόσο στη χαμηλή φορολογία όσο και στην υπεράσπιση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Κατ’ αρχάς και οι δύο ισχυρισμοί είναι ορθοί. Ο φιλελευθερισμός θέλει χαμηλή φορολογία και προστατευμένη ιδιοκτησία. Πέραν της θεωρίας όμως υπάρχει και η πράξη. Κατ’ αρχάς τα υπόλοιπα κράτη του κόσμου που εφαρμόζουν το ίδιο οικονομικό μοντέλο τι κάνουν; Έχουν ή δεν έχουν φόρους περιουσίας; Η απάντηση είναι ότι τα περισσότερα έχουν, συνεπώς είναι λίγο οξύμωρο να κατηγορείται η Ελλάδα για κάτι που κάνουν όλες οι χώρες του ίδιου οικονομικού μοντέλου. Πέραν αυτού όμως όπως τονίστηκε και παραπάνω το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, όπως και όλα τα δικαιώματα, συνεπάγεται και κάποιες ευθύνες. Έχει κανείς το δικαίωμα να θεωρεί δικό του ένα περιουσιακό στοιχείο, έχει όμως και την ευθύνη να το αξιοποιεί. Όταν λοιπόν έχει αγνοήσει αυτή του την ευθύνη το κράτος πρέπει να τον επαναφέρει στη σωστή κατεύθυνση. Συνεπώς ο εν λόγω φόρος, λειτουργώντας με τον τρόπο που περιγράφηκε παραπάνω, δεν είναι ένα επιθετικό μέτρο προς το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, αντιθέτως στρέφεται στην αποκατάστασή του.

Επιπλέον ένα μεγάλο ζήτημα που τίθεται, και εν πολλοίς είναι πραγματικό, είναι κατά πόσον υπάρχει σήμερα η δυνατότητα να αξιοποιηθεί το ακίνητο σε περιβάλλον ύφεσης. Η απάντηση είναι πως έστω και για ένα στα δέκα ακίνητα να μπορεί να υπάρξει αξιοποίηση το κέρδος για την οικονομία θα είναι μεγάλο, και για να ξεφύγουμε από την ύφεση οφείλουμε να αναλαμβάνουμε εγχειρήματα, όχι να φοβόμαστε να τα αναλάβουμε λόγω ύφεσης. Για τα περισσότερα ακίνητα θεωρώ ότι ευκαιρίες αξιοποίησης υπάρχουν, ακριβώς όμως επειδή ζούμε σε περιβάλλον ύφεσης αυτή θα γίνει με πολύ χαμηλές αμοιβές. Είτε επιλέξει κανείς να πουλήσει το ακίνητο του είτε να το ενοικιάσει θα εισπράξει πολύ λιγότερα απ’ όσο θα εισέπραττε πριν 5 χρόνια. Ειδικά στην πρώτη περίπτωση στην ουσία θα δώσει το ακίνητο απλώς για να απαλλαγεί μελλοντικά από το φόρο, να γλιτώσει δαπάνες για τα επόμενα χρόνια κι όχι να εισπράξει άμεσα. Ακόμα κι έτσι όμως υπάρχουν σίγουρα κατηγορίες ακινήτων που δε μπορούν να αξιοποιηθούν. Σε αυτή την περίπτωση θεωρώ ότι πρέπει να υπάρξει η δυνατότητα για τους ιδιοκτήτες να τα παραχωρήσουν οικειοθελώς στο κράτος, που μπορεί να βρει καλύτερο τρόπο να τα αξιοποιήσει. Τονίζω ωστόσο τον οικειοθελή χαρακτήρα που πρέπει να έχει η παραχώρηση, που θα μπορούσε να συνοδευτεί και με ένα είδος ευνοϊκού κινήτρου για τη συνέχεια. Προφανώς δημεύσεις περιουσίας δεν πρέπει να γίνονται εφόσον αποδεδειγμένα ο οφειλέτης δεν έχει τη δυνατότητα να πληρώσει.

Τέλος, ως προς αυτό καθ’ εαυτό το φόρο πρέπει να γίνει μια παρατήρηση. Η φιλοσοφία του νέου φόρου είναι διεύρυνση φορολογικής βάσης για να υπάρξει ελάφρυνση για τα ήδη φορολογημένα ακίνητα. Στην πράξη φορολογούνται αγροτεμάχια, οικόπεδα και κτήρια που πριν εξαιρούνταν ώστε να ελαφρυνθεί το βάρος των κτηρίων που ήδη πληρώνουν φόρο. Με το σχέδιο όπως παρουσιάζεται φαίνεται να προκύπτουν μικρές ελαφρύνσεις για τα ακίνητα χαμηλής αξίας και επιβαρύνσεις για τα ακίνητα μεγάλης αξίας. Αυτό εξυπηρετεί την επιδίωξη να μειωθούν τα βάρη των χαμηλών εισοδημάτων. Ο συγκεκριμένος φόρος ωστόσο δε συνδέεται με το εισόδημα. Αυτός που έχει ιδιοκτησία χαμηλής αξίας δε σημαίνει απαραίτητα ότι έχει και χαμηλό εισόδημα, όπως και το αντίστροφο. Με το υπάρχον σχέδιο διαφαίνεται η τάση να προκύψουν μικρές έως γελοίες ελαφρύνσεις για πολλά ακίνητα και ως αντιστάθμισμα να προκύπτουν μεγάλες επιβαρύνσεις για ακίνητα μεγάλης αξίας. Πχ για να ελαφρυνθούν 100 σπίτια χαμηλής αξίας 10 ευρώ το ένα επιβαρύνονται 10 σπίτια μεγάλης αξίας με 100. Ωστόσο τα σπίτια μεγάλης αξίας ήδη πλήρωναν υψηλό φόρο, και τώρα θα τους ζητηθεί να πληρώσουν υψηλότερο. Κατά πόσον ταιριάζει κάτι τέτοιο με τη φιλοσοφία του φόρου; Υποτίθεται ότι φορολογούνται περισσότεροι για να ελαφρυνθούν αυτοί που ήδη πληρώνουν. Εδώ όμως βλέπουμε να επιβαρύνονται περισσότερο λίγοι για να ελαφρυνθούν πολλοί, και μάλιστα με ποσά μηδαμινά, που σε πολλές περιπτώσεις η μείωση δε θα γίνει καθόλου αντιληπτή. Είναι αυτή σωστή κίνηση; Προσωπικά έχω σοβαρές αμφιβολίες, και ελπίζω ότι στην πορεία η κατανομή θα γίνει ορθολογικότερη. Αυτόν που ήδη πλήρωνε υψηλούς φόρους δεν έχει νόημα να τον επιβαρύνεις περισσότερο για να ελαφρύνεις αυτούς που πλήρωναν χαμηλούς. Το μόνο αποτέλεσμα θα είναι πολλοί της πρώτης κατηγορίας να μη μπορέσουν να πληρώσουν και πολλοί της δεύτερης να μην καταλάβουν καν ότι μειώθηκε ο φόρος τους.

ΣΠΑΡΤΙΑΤΗΣ